Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Άξιον Εστί - Πορεία προς το μέτωπο



Απ' το «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη


Πορεία προς το μέτωπο (28η Οκτωβρίου 1940)



Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σχεδόν
οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο
μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και
στο γρήγορο των πολυβόλων.

Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον άλλο, ίδια τυφλοί.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας.
Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία - μία εμοιραζόμασταν
τη σταφίδα.

Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσανε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αερόπλανα.
Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ΄χε συνήθειο του,
στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.

Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι, από το μέρος το βαρύ, όπου δεν βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δεν δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες,
μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να ΄ναι.


Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας
τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από
τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι.

Μόνε σα να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που ΄χαν λευκάνει
απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θερία, λοχίες του 97 ή του 12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουλγάρων και Τούρκων.
Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι - πλάι, διαβαίναμε
τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε
ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο.
Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι απ' τη λάσπη όπου φορές εκαταβούλιαζε ίσαμε
το γόνατο.

Επειδή το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω καθώς μες στην ψυχή μας.
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που
καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και
το γρήγορο των πολυβόλων.

Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε, απ' τ' άλλο μέρος να ΄ρχονται, οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι όπου κατόπι σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα.

Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά,
που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι.
«Όι, όι, μάνα μου», «όι, όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ΄λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους,
κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και
στη γλιστράδα της λασπουριάς.

Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές-μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΡΩΜΗ *1η ενότ.




   






ΠΑΙΧΝΙΔΙ
 Γίνε για λίγο μονομάχος, διάλεξε το σωστό οπλισμό σου και προσπάθησε να νικήσεις τους αντιπάλους σου

πάτησε εδώ







Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2011

Δομή της ύλης *1η ενότ.


View more presentations or Upload your own.


Πηγή:  http://gregzer.blogspot.com/

Ο σταχτοτσικνιάς *1η ενότ.

O πιο τυπικός και διαδεδομένος ερωδιός. Είναι ο μεγαλύτερος στην Ευρώπη με 90 εκ. ύψος  περίπου . Ο σταχτοτσικνιάς ξεχωρίζει από το σταχτί πάνω μέρος του , λευκωπό από κάτω και το χαρακτηριστικό λοφίο του . Το ράμφος του είναι κίτρινο και μακρύ, την περίοδο της αναπαραγωγής γίνεται κοκκινωπό. Διαλέγει λίμνες, ποτάμια με άφθονη βλάστηση και καραδοκεί πολύ ώρα ακίνητος μέσα ή κοντά στο νερό μέχρι να εμφανιστεί η λεία του .

Στη λεία του συγκαταλέγονται συνήθως ψάρια, σαύρες, βατράχια, σκουλήκια, σαλιγκάρια αλλά και ποντίκια . Στήνει τη φωλιά του πάνω σε δένδρα ή μέσα στις καλαμιές κατά αναπαραγωγικές αποικίες .

Γεννάει τον Μάρτιο – Απρίλιο 4-5 ανοιχτόχρωμα γαλάζια αυγά και το κλώσσημα  διαρκεί 25-26 ημέρες. Οι νεοσσοί πετούν μόλις συμπληρώσουν 50 ημέρες ζωής . Στη δεκαετία του  ΄80 σε μελέτες καταγραφής της ορνιθοπανίδας που έγιναν στον υγροβιότοπο ο σταχτοτσικνιάς αναφέρονταν ως αναπαραγόμενο .

Αντώνης

Ο Βάτραχος (1η ενότ.)

Το σώμα του βατράχου μπορεί να χωριστεί σε δύο μέρη: στο κεφάλι και τον κορμό. Το κεφάλι έχει σχήμα τριγωνικό και μπροστά υπάρχει το στόμα, που φτάνει μέχρι τ' αυτιά. Τα μάτια του βατράχου, αντίθετα από του ανθρώπου, έχουν αναπτυγμένο το κάτω βλέφαρο. Το χρώμα του σώματος των βατράχων είναι από ανοιχτό μέχρι και σκούρο καστανό και στην κοιλιά κιτρινωπό.

Ο βάτραχος όμως, όπως και ο χαμαιλέοντας, μπορεί να αλλάζει χρώμα και να προσαρμόζεται καλύτερα στο περιβάλλον του, και έτσι να αποφεύγει τους εχθρούς του. Το δέρμα του είναι λείο και καλυμμένο με βλέννα.

Το μέγεθος του βατράχου ποικίλλει ανάλογα με το είδος του. Οι βάτραχοι κοάζουν, όταν είναι σε περίοδο αναπαραγωγής, αλλά και σ' όλες τις εποχές του χρόνου, κυρίως το βράδυ, όταν η ατμόσφαιρα είναι υγρή. Η φωνή του βάτραχου λέγεται "κόασμα". Σπουδαιότεροι εχθροί του βατράχου είναι τα φίδια, οι πελαργοί, οι γερανοί και άλλα πουλιά. Εχθρός του βατράχου είναι και ο άνθρωπος, γιατί σε μερικά μέρη της Ευρώπης (Γαλλία, Ιταλία) τα πόδια του βατράχου θεωρούνται εκλεκτός μεζές.

Γιάννης

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Δεντροβάτραχος *1η ενότ.

Ο δεντροβάτραχος (επιστ. Hyla arborea) αποτελεί το μοναδικό είδος δεντροβάτραχου στην Ευρώπη, το οποίο απαντάται και στις περισσότερες υγρές περιοχές της Κρήτης. Μάλιστα, οι πληθυσμοί των δενδροβάτραχων της Κρήτης αποτελούν ξεχωριστά ενδημικά υποείδη (Hyla arborea veluchiensis και Hyla arborea cretensis).
Ο δεντροβάτραχος είναι ένα μικρόσωμο όμορφο βατραχάκι με έντονο πράσινο χρώμα που προτιμάει να ζει κοντά σε έλη, λίμνες, ποτάμια, λιβάδια και κήπους. Ωστόσο έχει αρκετή αντοχή στην ξηρασία και δεν αποκλείεται να τον δει κάποιος και σε ξηρότερα μέρη. Περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σκαρφαλώνοντας πάνω στα δέντρα, αλλά επιστρέφει στο νερό για την αναπαραγωγή του. Όταν τρομάζει, παραμένει εντελώς ακίνητος και μπερδεύεται με το περιβάλλον ώστε να μη διακρίνεται. Η φωνή του ένα χαρακτηριστικό κρακ… κρακ…, το οποίο γίνεται ιδιαίτερα έντονο την εποχή του ζευγαρώματος, φουσκώνοντας παράλληλα το δέρμα κάτω από το πιγούνι του.
Ο δεντροβάτραχος τρέφεται κυρίως με έντομα που πιάνει τη νύχτα, αν και έχει παρατηρηθεί ότι κυνηγάει και την ημέρα. Όταν εκκολαφθούν τα αυγά, οι γυρίνοι τους θα μείνουν στο νερό περίπου 3 μήνες και στη συνέχεια θα χάσουν την ουρά τους για να μεταμορφωθούν σε όμορφους μικρούς δεντροβάτραχους.
Κωνσταντίνος

ΚΑΛΑΜΟΚΑΝΑΣ *1η ενότ.

 Ο Καλαμοκανάς ανήκει στην τάξη των Χαραδριόμορφων και στην οικογένεια Ανωραμφίδες.

Είναι μεγάλος, όπως ένας γλάρος, με πόδια όμως πολύ μακριά κόκκινα. Όταν πετάει περνούν ακόμη και την ουρά του (18 εκ. περ.). Έχει φτερά μαύρα και το κάτω μέρος λευκό. (38 εκ.). Το καλοκαίρι το αρσενικό έχει τη ράχη και το πάνω μέρος του κεφαλιού μαύρα. Η θηλυκιά έχει το κεφάλι και το λαιμό λευκά.

Ζει σε έλη, λιμνοθάλασσες και βάλτους.
Τρέφεται με έντομα, νύμφες, σκουλήκια και αυγά ψαριών.

Φτιάχνει τη φωλιά του στο έδαφος κοντά στο νερό. Γεννάει το Μάιο 3 ως 4 αυγά πρασινο-λαδί με κηλίδες γκρι ανοιχτές. Τα κλωσσούν και τα δύο φύλλα για 22 έως 26 ημέρες. Τα νεαρά είναι ικανά να πετάξουν μετά από 28 ημέρες.

Τον Καλαμοκανά τον λένε επίσης Αδραχτά και Άτρακτο.

 Στέφανος

Νούφαρο ή Νυμφαία *1η ενότ.

Το Νούφαρο ή Νυμφαία είναι γένος υδρόβιων φυτών που το βρίσκουμε σχεδόν παντού.  Υπάρχουν 50 είδη νυμφαίας.  Ένα από αυτά είναι το νούφαρο.  Το αρχαίο όνομα του φυτού είναι Νυμφαία που προέρχεται από την ελληνική λέξη ‘νύμφη’.
Τα άνθη του νούφαρου είναι ακτινωτά και μοιάζουν να βγαίνουν από το κέντρο του φυτού.  Φτάνουν μέχρι και τα 30 εκατοστά διάμετρο και έχουν ποικιλία χρωμάτων, συνήθως λευκό, κόκκινο, μωβ ή ροζ.  Το μπλε νούφαρο ανοίγει τα άνθη του την ημέρα και τα κλείνει τη νύχτα ενώ το λευκό νούφαρο ανοίγει τα άνθη του τη νύχτα και τα κλείνει την ημέρα.  Τα φύλλα του είναι πολύ μεγάλα και δυνατά.  Λέγεται ότι ένα φύλλο συγκεκριμένου νούφαρου μπορεί να κρατήσει πάνω του ένα μωρό μέχρι πέντε κιλά!
Οι αρχαίοι Έλληνες αφιέρωναν τα νούφαρα στις ημίθεες κόρες των νερών, τις Νύμφες.
Τα νούφαρα ήταν και είναι ένα πολύ συνηθισμένο φυτό του ποταμού Νείλου, στην Αίγυπτο.  Εκεί κυριαρχούν το μπλε και το λευκό νούφαρο.  Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι σέβονταν τα νούφαρα του Νείλου, ή τους Λωτούς όπως τα αποκαλούσαν.  Και τα δύο αυτά είδη νούφαρου θαυμάστηκαν, λατρεύτηκαν, ζωγραφίστηκαν, φαγώθηκαν, καλλιεργήθηκαν και τιμήθηκαν για χιλιάδες χρόνια.
Η αιτία για τον σεβασμό στα νούφαρα οφείλεται στην πίστη ότι τα όμορφα άνθη των νούφαρων που ξεπροβάλλουν καθαρά  και αγνά από τη γλοιώδη λάσπη συμβολίζουν την αγνότητα και την αθανασία.
Το φυτό αυτό είναι μάλλον το φυτό του Λωτού που έτρωγαν οι Λωτοφάγοι τους οποίους συνάντησαν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του στο νησί που είχε το ίδιο όνομα.  /Κάποιοι λένε πως ήταν η Κρήτη ! /
Μαρία - Νεφέλη